- παράφορος
- -η, -ο / παράφορος, -ον, ΝΑ [παραφέρω]αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωταςβ. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.)νεοελλ.αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος, ασυγκράτητος ευέξαπτοςαρχ.1. αυτός που εκτρέπεται από τον ευθύ δρόμο, που παρασύρεται μακριά, που περιπλανιέται2. (για βέλος, ακόντιο κ.λπ.) αυτός που παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του3. τρελός, εξωφρενικός («μῡθοι ἀπίθανοι καὶ παράφοροι», Πλούτ.)4. αυτός που κλονίζεται, ασταθής («παραφόρῳ ποδί», Ευρ.)5. φρ. α) «παραφορον βαδίζειν»(για μεθυσμένο) παραπαίω, τρικλίζωβ) «το παράφορον τῶν πινόντων» — το τρίκλισμα τών μεθυσμένων6. (για επίδεσμο) επισφαλής, αυτός που μπορεί να ξεφύγει, να διαφύγει7. αυτός που συγχέει, που ταράζει («παράφορον γνώμης»)8. το ουδ. ως ουσ. τὸ παράφορονείδος φυτού9. (το ουδ. ως επίρρ.) παράφορονα) παράφορα, μανιακάβ) σφοδρά, ορμητικά, ασυγκράτητα.επίρρ...παράφορα / παραφόρως ΝΑ1. σφοδρά, ορμητικά, ασυγκράτητα2. εξωφρενικά, τρελά.
Dictionary of Greek. 2013.